- γκαρίζω
- braire
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
γκαρίζω — 1 γκάρισα βλ. πίν. 33 2 γκάριξα βλ. πίν. 23 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γκαρίζω — (Α ὀγκῶμαι) 1. (για γαϊδούρια) φωνάζω 2. φωνάζω δυνατά ή τραγουδώ με παραφωνίες 3. φρ. «ας τον να γκαρίζει» μη δίνεις καμιά σημασία στα λόγια του ή στις φωνές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ογκαρίζω (μαρτυρείται διαλεκτικώς), με αποκοπή τού αρχικού φωνήεντος … Dictionary of Greek
γκαρίζω — γκάρισα 1. (για τα γαϊδούρια), βγάζω δυνατή φωνή, ογκανίζω. 2. μτφ., φωνάζω δυνατά: Μην γκαρίζεις έτσι, θα ξυπνήσεις το μωρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ογκανίζω — γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι (πρβλ. μουγκανίζω)] … Dictionary of Greek
κατογκώμαι — κατογκῶμαι, άομαι (Μ) (για όνο) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὀγκῶμαι (για όνο) «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
ογκαρίζω — ὀγκαρίζω (Α) ογκανίζω, γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός τ. τού ὀγκῶμαι* (βλ. και λ. γκαρίζω)] … Dictionary of Greek
προογκώμαι — άομαι, Α (για γάιδαρο) γκαρίζω προηγουμένως, προαναγγέλλω γκαρίζοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
συνογκώμαι — άομαι, A γκαρίζω κι εγώ μαζί («ὄνῳ δὲ τίς προθυμεῑται συμπαίζειν ἤ συνογκᾱσθαι», Αρρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀγκῶμαι «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek
Όγκα — Ὄγκα, ἡ (Α) ονομασία τής Αθηνάς στη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με το ρ. ὀγκῶμαι «γκαρίζω». Αναφέρεται ότι η προσωνυμία αυτή δόθηκε στην Αθηνά από τους ογκηθμούς που έβγαζε μεταμορφωμένη σε βόδι] … Dictionary of Greek
αγκανίζω — γκανίζω*, γκαρίζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + γκανίζω] … Dictionary of Greek
βρωμώμαι — (I) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) γκαρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέμω*, με εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα ρίζας και κλίση σε άω]. (II) βρωμῶμαι ( άομαι) (Α) [βρώμος (II)] αναδίδω κακοσμία, βρομάω … Dictionary of Greek